σαξοφωνίστας

σαξοφωνίστας
ο, Ν
μουσικός που παίζει σαξόφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. saxophonist < saxophone (βλ. λ. σαξόφωνο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γουέμπστερ, Μπέντζαμιν Φράνσις — (Benjamin Francis Webster, Κάνσας, Μισούρι 1909 – Άμστερνταμ 1973). Αμερικανός σαξοφωνίστας. Υπήρξε ο πιο διάσημος τενόρος σαξοφωνίστας της εποχής του σουίνγκ, μετά τον Κόουλμαν Χόκινς. Ξεκίνησε από την παιδική του ηλικία να μαθαίνει βιολί,… …   Dictionary of Greek

  • -ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Γκετς, Σταν — (Stan Getz, Φιλαδέλφεια 1927 – Μαλιμπού 1991). Αμερικανός μουσικός και συνθέτης της τζαζ. Από τους μεγαλύτερους σαξοφωνίστες της τζαζ του περασμένου αιώνα, ο Γ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα μέσα της δεκαετίας του 1940, δηλαδή στο μεσοδιάστημα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κολτρέιν, Τζον — (John William Coltrane, Άμλετ, Βόρεια Καρολίνα 1926 – Νέα Υόρκη 1967). Αφροαμερικανός μουσικοσυνθέτης και σαξοφωνίστας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς στην ιστορία της τζαζ του 20ού αι., μαζί με τους Λούις Άρμστρονγκ, Τσάρλι… …   Dictionary of Greek

  • Κόουλμαν, Ορνέτ — (Ornette Coleman, Τέξας 1930 –). Αμερικανός σαξοφωνίστας και μουσικοσυνθέτης. Ξεκίνησε αυτοδίδακτος τη σταδιοδρομία του στη μουσική τη δεκαετία του 1950 από το Λος Άντζελες και συνέβαλε καθοριστικά στο κίνημα της μοντέρνας τζαζ. Το ιδιόρρυθμο… …   Dictionary of Greek

  • Μάλιγκαν, Τζέρι — (Gerald Joseph «Gerry» Mulligan, Νέα Υόρκη, 1927 – Κονέκτικατ 1996). Αμερικανός σαξοφωνίστας της τζαζ, συνθέτης και διασκευαστής. Μεγάλωσε στη Φιλαδέλφεια. Αρχικά έπαιζε πιάνο, πριν ασχοληθεί με το σαξόφωνο, πρώτα το άλτο και μετά το βαρύτονο. Το …   Dictionary of Greek

  • Μπέιζι, Κάουντ — (William «Count» Basie, Νιού Τζέρσεϊ 1904 – Χόλιγουντ 1984). Αφροαμερικανός πιανίστας και συνθέτης τζαζ μουσικής. Στην δεκαετία του ’20 μετακόμισε στο Χάρλεμ, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι μεγάλοι αστέρες της τζαζ και εμφανίζονταν σε καμπαρέ,… …   Dictionary of Greek

  • Μπεσέ, Σίντνεϊ — (Sidney Bechet, Νέα Ορλεάνη 1879 – Παρίσι 1959). Αφροαμερικανός κλαρινετίστας, σαξοφωνίστας, συνθέτης τζαζ μουσικής. Η τεχνοτροπία του στο σοπράνο σαξόφωνο και το κλαρινέτο καθόρισαν τον ήχο των μεγάλων ορχηστρών στις οποίες συμμετείχε και έθεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”